ακροκόρυμβος

ακροκόρυμβος
ἀκροκόρυμβος, -ον (Α)
1. (το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκροκόρυμβα) τα ακροστόλια* τών πλοίων
2. πληθ. αρσ. τα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + κόρυμβος, «το ανώτατο σημείο, η κορυφή, το τέλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”